haraktiki.gr Εργαστήριο Χαρακτικής Hλία N. Kουβέλη haraktiki.gr Εργαστήριο Χαρακτικής Hλία N. Kουβέλη
haraktiki.gr Εργαστήριο Χαρακτικής Hλία N. Kουβέλη
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ι. ΜΑΡΙΟΛΑ


Με καταγωγή από τη Λέσβο, νησί που έχει γνωρίσει μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας χαρτέμπορος Νικόλαος Ι. Μαριόλας δεν είναι τυχαίο, χωρίς σημασία γεγονός ότι κατόρθωσε να διαμορφώσει μια σπάνια συλλογή χαρακτικών χαρτών της Λέσβου από τον 16ο και τον 17ο αι. Το χαρτί αποτελεί το αντικείμενο της δουλειάς του συγκεκριμένου συλλέκτη, ο οποίος το αντιμετωπίζει όμως και εκτός της στενά εμπορικής αξίας του είδους, μπορεί να το βλέπει ―και να το αξιολογεί― ως μέσο για την πραγμάτωση εικαστικών έργων, εν προκειμένω των χαρακτικών.
Ο ξυλογραφημένος χάρτης της Λέσβου του Ιταλού μικρογράφου, σχεδιαστή, ζωγράφου (;), γεωγράφου, εκδότη, αστρολόγου Benedetto Bordon (Bordone), γνωστού περισσότερο από τον τόπο καταγωγής του ως Benedetto Padovano (Πάντοβα 1445/50 – Φεβρουάριος 1530) θα πρέπει να θεωρηθεί από τα πολυτιμότερα δείγματα της συλλογής. Ας σημειωθεί πως το 1526 ο Bordon εξέδωσε το Libro di Benedetto Bordone nel quale si ragiona de tutte l’ isole del mondo con il lor nomi antichi & moderni (Βιβλίο του Μπενετέτο Μπορντόνε στο οποίο μελετώνται όλα τα νησιά του κόσμου με τις αρχαίες και τις νεότερες ονομασίες τους), όπου περιλαμβάνονται 112 χάρτες και προοπτικά σχέδια —αντίτυπο του βιβλίου φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας—, ενώ το 1528 παρουσιάστηκε από τον Niccolo Zoppino το έργο του θείου του Benedetto, χειρουργού Baldassare Bordon, έργο που αργότερα πήρε τον τίτλο Isolario (φωτοαναστατικές εκδόσεις: Άμστερνταμ 1966 και Μόντενα 1983). Πρόκειται για γραμμικό χάρτη της Λέσβου, στον οποίο δηλώνονται ορισμένα από τα αρχαία και τα βυζαντινά μνημεία του νησιού, καθώς επίσης αποτυπώνονται αριστερά τα παράλια της Μικράς Ασίας με τον Αδραμυττηνό κόλπο και την Τροία.
Τον χάρτη του Bordon φαίνεται να αντιγράφει, πενήντα χρόνια μετά, ο χαλκογραφημένος χάρτης που εκδόθηκε από τον Giovanni Francesco Camoccio (Camocio? Camozio? Camozzi) (Αζόλο/Τρεβίζο [;] α΄ μισό 16ου αι. – Βενετία [;] 1575). Ο Camoccio πήρε την άδεια του εκδότη το 1552 στη Βενετία, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του, ασχολούμενος με την κυκλοφορία αναπαραγωγών έργων σπουδαίων καλλιτεχνών (Τισιανού, Μιχαηλαγγέλου) και χαρτογράφων. Το 1574 εξέδωσε στη Βενετία το έργο Isole famose, porti, fortezze, e terre marittime […] (Φημισμένα νησιά, λιμάνια, κάστρα, και θαλασσινά μέρη […]).
Το 1688 τυπώνεται στην τεχνική της χαλκογραφίας ο χάρτης της Λέσβου, έργο του Ναπολιτάνου ακαδημαϊκού, γεωγράφου Francesco Piacenza για την έκδοσή του L’ Egeo Redivivo ossia chorographia dell’ Arcipelago, e dello stato primiero, & attu-ale di quel’ Isole, Regni, Citta, Popolationi, Dominj, Costumi, Sito, & Imprese […], Fatiche, e diligenze de Francesco Piacenza Napolitano […] (Το Αιγαίο ξαναζωντανεμένο ή χωρογραφία του Αρχιπελάγους, και των κύριων κρατών, & των τωρινών από εκείνα τα νησιά, τα βασίλεια, τις πόλεις, τους πληθυσμούς, τις ιδιοκτησίες, τις ενδυμασίες, τους τόπους & τα εμβλήματα […], με κόπους, και επιμέλεια του Φραντσέσκο Πιατσέντσα, Ναπολιτάνου […]). Ανακρίβειες σε θέσεις εντοπίζονται στον χάρτη, όπως το χωριό Άγιος Θεόδωρος, εξαφανισμένο από χρόνια, εκεί που βρίσκεται το Σίγρι, ονομάζοντας και το κανάλι που σχηματίζεται από το μικρό νησί μπροστά στο Σίγρι κανάλι του «Αγίου Θεοδώρου» ―ασχέτως αν έχει με το ίδιο όνομα άλλο χωριό στον ίδιο χάρτη! Ο Piacenza γράφει (μετάφραση Παναγιώτη Σ. Παρασκευαΐδη, από το βιβλίο του Οι περιηγητές για τη Λέσβο [γ΄ έκδοση, Μυτιλήνη 1996, σ. 189-190]): «Τα νησιά αυτά υπέφεραν πολύ από τους Ρωμαίους διοικητές. Η Μυτιλήνη ανέλαβε την ελευθερία της και την παλιά της μεγαλοπρέπεια επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, κι απέκτησε την παλιά της λάμψη που από παλιά, απ’ την εποχή δηλ. που ήταν ενωμένη με το Τρωικό Κράτος, της έδινε την πρώτη θέση στις αιολικές πόλεις. Μετά ξέπεσε. Επί Καλογιάννη δόθηκε στους Γατελούζους. Το 1464 (1462 δηλ.) την κατέλαβε ο Μωάμεθ. Από τότε έπεσε, για να μη ξανασηκώσει κεφάλι, στη βρωμερή λάσπη της σκλαβιάς, όπου βρίσκεται ακόμα […]. Έχει μικρά άλογα, καλό και ήπιο κλίμα, τόσο καλό που οι κάτοικοι δεν έχουν ανάγκη από γιατρούς και ζούνε μέχρι τα γεράματα υγιείς. Μέσα στις βοσκές της ζουν άγρια ζώα. Προϊόντα της το βούτυρο, τυριά και παρόμοια που τα εξάγει και είναι απ’ τα ωραιότερα της περιοχής. Σύκα, σταφύλια, ευγενέστατα μάρμαρα, κρασί έξοχο. Εμπορεύεται με την Κωνσταντινούπολη και άλλα μέρη της Ασίας. Το κρασί έμαθαν να κοκκινίζουν απ’ τους Εβραίους. Φτιάχνουν πληγούρι και τραχανά που τρώνε σε πόλεμο και ειρήνη. Σήμερα δεν λάμπει για τον πολιτισμό της ή την πολιτική της κατάσταση. Έχει δυο αξιόλογα λιμάνια μ’ ένα μεγάλο και δυνατό πύργο πάνω σε βράχο, όρθιο στον Πονέντε, καλοφτιαγμένο […]. Καταστράφηκε από σεισμούς. Υπάρχει Σαντίκι και Καδής και Αρχιεπισκοπή. Οι κάτοικοι της πόλης είναι οι περισσότεροι Τούρκοι, ενώ οι Έλληνες είναι σκόρπιοι στα περίχωρα και ασχολούνται με τη γεωργία. Πολλά χωριά και πόλεις χάλασαν στα τέλη του περασμένου αιώνα, από πολλές συμφορές και σεισμούς. Πληρώνει 18 χιλ. πιάστρα φόρο. Χαράτσι πληρώνουν οι ραγιάδες και τρία χρόνια μετά τον θάνατό τους κι η ιδιοκτησία τους είναι υποθήκη. Αν αλλάξουν τόπο διαμονής, πληρώνουν διπλό χαράτσι. Μπορούν όμως να το γλυτώσουν, αλλά με μεγάλο κίνδυνο, αν αλλάξουν πατρίδα και όνομα […]».
Τον ίδιο χρόνο, το 1688, κυκλοφορείται στο Άμστερνταμ το έργο του Ολλανδού Olfert Dapper Naukeurige Beschryving de Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee […], Verrijkt met zee-en eilant-kaerten, en afbeeldingen van steden, dieren, ge-wassen etc. με χαλκογραφημένους χάρτες των νησιών του Αρχιπελάγους. Γιατρός το επάγγελμα, ο Dapper πέθανε το 1690, δύο χρόνια μετά την έκδοση που προαναφέρθηκε. Ανάμεσα στα έργα του, τα περισσότερα από τα οποία μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ξεχωρίζουν, κατά χρονική διαδοχή, τα εξής: Περιγραφή του Άμστερνταμ (1663), Νέα περιγραφή των αφρικανικών χωρών (1668), Η ολλανδική εξερεύνηση των ακτών και του εσωτερικού της αυτοκρατορίας της Κίνας (1670), Περιγραφή της Αμερικής και της χώρας του νότου (1673), Νέα περιγραφή των αφρικανικών νησιών (1676), Νέα περιγραφή της Ασίας (1680), και το έργο από το οποίο προέρχεται ο χάρτης της Συλλογής Νικολάου Ι. Μαριόλα Ακριβής περιγραφή των νησιών του Αρχιπελάγους και μερικών άλλων κοντινών τους νησιών (1688). Το τελευταίο αυτό έργο συντάχθηκε από κάποιες περιηγήσεις του συγγραφέα, που ομολογεί ότι δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα. Μεταφράστηκε γαλλικά και εκδόθηκε στο Άμστερνταμ το 1703 σε ογκώδη τόμο (559 σελίδων) με λυρικές από πλευράς χρωμάτων τοπιογραφίες και λεπτομερείς χάρτες. Το περίεργο και αξιοθαύμαστο του έργου είναι ότι, μολονότι δεν στηρίζεται σε αυτοψία, δεν έχει λάθη! Έτσι, συνιστούσε σημείο βιβλιογραφικής αναφοράς από αρκετούς μεταγενέστερους συγγραφείς και ερευνητές-περιηγητές. Το 2000 το έργο τούτο εκδόθηκε ελληνικά από τον Θέμη Μπανούση. Στην περιγραφή του νησιού, ο Dapper γράφει (σε ελεύθερη μετάφραση του Στρατή Αλ. Μολίνου, από το βιβλίο του Μυτιλήνη. Χάρτες και τοπωνύμια [Αθήνα 1981? Πέτρα Μυτιλήνης ²1999, σ. 81-82]): «Το νησί αυτό, που οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι ονόμασαν “Λέσβος” και ο Στράβων “νησί των Λεσβίων”, στο παρελθόν ήταν γνωστό με τα ονόματα Ιμερτή, Λασσία, Πελασγία, Αιγίρα, Αιθιόπη, Μακαρία και Ίσσα, από μια απ’ τις αρχαίες του πόλεις. […] Πήρε τ’ όνομα Λέσβος, απ’ την αρχαιότερη, τη δυνατότερη και πιο ση-μαντική πόλη του νησιού πούχε το ίδιο όνομα. Ή ακόμα, Λέσβος, απ’ το γιο του Λαπίθου Λέσβο, που ήρθε να κατοικήσει εκεί. Μετά ονομάστηκε Μυτιλήνη, απ’ την πρωτεύουσα του νησιού που έτσι λεγόταν, ή απ’ το Μίλητο, το γιο του Φοίβου. Από κει προέρχεται πως ονομάζεται ακόμα —με κάποια παραφθορά απ’ τους Έλληνες και Ιταλούς― Metellino ή Metelino, απ’ τους Γάλλους Metelin, απ’ τους Ολλανδούς Metelyn και τους Τούρκους Medilli. Ο Στράβων την ονομάζει νησί αξιομνημόνευτο και ο Πλίνιος τη θεωρεί πολύ φημισμένη, προφανώς απ’ τους πολλούς μεγάλους άν-δρες που γέννησε κάποτε. Σύμφωνα πάλι με το Στράβωνα, ήταν επίσης, μαζί με την Κύμη, η πρωτεύουσα των τριάντα πόλεων που απλώνονταν στην Αιολία, και στην εποχή της ήταν κυρίαρχη σ’ όλο το χώρο της Τροίας. Απ’ τους αρχαίους, λογίζεται ανάμεσα στα εφτά μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου κι είναι η τελευταία στη σειρά. Από δω κι ο Bochart ισχυρίζεται πως τ’ όνομα Λέσβος σχηματίστηκε απ’ τη φοινικική λέξη Esbui ή Esbu, που σημαίνει εφτά. Με κληρονομικό δικαίωμα, αποδίδεται στους Λέσβιους η ιδιοκτησία σχεδόν όλης της τρωικής χώρας, γιατί εκεί αυτοί έχουν ανεγείρει τα περισσότερα κτήρια. Απ’ αυτά ορισμένα σώζονται ακόμα τον καιρό του Στράβωνα, αλλά τα περισσότερα έχουν αλλάξει ή γκρεμιστεί. Η χώρα αυτή τους αφαιρέθηκε απ’ τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, με τη αρχηγία του στρατηγού Πάχη, όπως το αναφέρει ο Στράβων βασιζόμενος στο Θουκυδίδη. Το νησί αυτό αναφέρεται απ’ τους αρχαίους συγγραφείς, ότι απλώνεται κάτω απ’ την περιοχή της Τροίας και βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Χίο, Λήμνο, Τένεδο και στην ξηρά της Μ. Ασίας. Το δυτικό του ακρωτήριο, που λέγεται Capo Sigri, βρίσκεται σ’ απόσταση πέντε γερμανικών λευγών απ’ τ’ ακρωτήριο της μικρασιατικής ακτής, που βλέπει μάλλον προς τα νοτιοανατολικά και λέγεται Capo Babobora, επίσης απ’ τη νοτιοανατολική πλευρά. Αλλά τ’ ανατολικό ακρωτήριο, με τ’ όνομα Άγ. Θεόδωρος, δεν είναι παρά δυόμιση περίπου γερμανικές λεύγες ή επτά αγγλικές απ’ τη δυτική γη της Μ. Ασίας, και τ’ ακρωτήριό του το νοτιοανατολικό είναι επτά λεύγες βόρεια-βορειοανατολικά απ’ τ’ ακρωτήριο Capo Nicolo, το βορειοανατολικό ακρωτήριο του νησιού Χίος. Ο Στράβων τοποθετεί τη Λέσβο σε ίδια απόσταση απ’ τα νησιά Χίος, Λήμνος και Τένεδος (δηλ. περίπου πεντακόσια στάδια από κάθε μεριά, που ισοδυναμούν με σχεδόν δεκαπέντε και τρία τέταρτα γερμανικές λεύγες ή εξήντα τρία ιταλικά μίλια). Αλλ’ ο Πλίνιος την τοποθετεί εξήντα πέντε χιλιάδες βήματα, δηλ. εξήντα πέντε ιταλικά μίλια ή δεκαέξι κι ένα τέταρτο γερμανικές λεύγες απ’ τη Χίο. Επίσης την τοποθετεί αντίκρυ στη Φρυγία, επαρχία της Μ. Ασίας, ή αντίκρυ στις αρχαίες πόλεις της Τροίας με τ’ όνομα Άσσος, Αδραμμύτιον, Αταρνεύς και Πι-τάνη, και τον Ελαϊκό ή Αδραμμυτενικό [sic] κόλπο, που τώρα τον λένε κόλπο του Αδραμμυτίου (Lantramiti). Έτσι απλώνεται κατά μήκος ως προς την αντίθετη γειτονική ακτή απ’ το νότιο ακρωτήριο του βουνού ΄Ιδη, το κάποτε καλούμενο Λεκτό, μέχρι τις Κάνες, που είναι το ακρωτήριο της ηπειρωτικής γης της Αιολίδας, που βρίσκεται απέναντι σε μια πόλη του νησιού, την ονομαζόμενη Μήθυμνα. Λένε πως το νησί της Λέσβου κόπηκε από θαλάσσια αναταραχή απ’ το βουνό Ίδη, που μια φορά ήταν κολλημένο σ’ αυτό. […] Ο Στράβων τής δίνει περιφέρεια χίλια εκατό στάδια. Γιατί, απ’ την πόλη Μήθυμνα μέχρι το Μαλέα, το νοτιότερο ακρωτήριο του νησιού είναι τριακόσια σαράντα στάδια. Από δω πάλι είναι πεντακόσια εξήντα μέχρι το Σίγρι, το βόρειο ακρωτήριο, κι αυτό είναι το μήκος του νησιού, κι από κει ως τη Μήθυμνα, για να ξαναφτάσει απ’ όπου άρχισε, διακόσια δέκα. Αυτό συνολικά κάνει χίλια εκατό, ισοδύναμα με εκατό τριάντα εφτά και μισό ιταλικά μίλια. Ο Ισίδωρος, στον Πλίνιο, τ’ ανεβάζει σ’ εκατό χιλιάδες βήματα, ίσα με εκατόν εβδομήντα τρία ιταλικά μίλια. Πάντως, οι αρχαίοι που προηγούνται, υπολογίζουν σε εκατόν ενενήντα πέντε χιλιάδες βήματα, που ισοδυναμούν με παρόμοιο αριθμό ιταλικών μιλίων. Όσο για τους σύγχρονους γεωγράφους, υπάρχουν, όπως π.χ. ο Porcacchi, που δεν της δίνουν περιφέρεια παρά εκατόν τριάντα ιταλικά μίλια, υπάρχουν κι άλλοι που της δίνουν εκατόν εξήντα οκτώ γερμανικές λεύγες κι άλλοι, ογδόντα επτά γαλλικές λεύγες. Ο Στράβων ισχυρίζεται πως το μήκος, απ’ το βοριά προς το νοτιά, είναι πεντακόσια εξήντα στάδια, δηλ. εβδομήντα ιταλικά μίλια, απ’ το ακρωτήριο Σίγρι, το βορειότερο, μέχρι το Μαλέα, το νοτιότερο. Αλλά στους ναυτικούς χάρτες έχει τοποθετηθεί μ’ άλλο τρόπο: Παριστάνεται ν’ απλώνεται με το μάκρος από την Ανατολή προς τη Δύση. Κι έτσι τ’ ακρωτήριο Σίγρι, το τωρινό Capo Sigri, κρατά το δυτικό άκρο του νησιού, κι ο Μαλέας, που στους ναυτικούς χάρτες σημειώνεται με τ’ όνομα Capo S. Malia, τ’ ανατο-λικό. Το μικρότερο μήκος της συναντιέται ανάμεσα στις πόλεις Μυτιλήνη και Μήθυμνα, κοντά στην Αίγειρο, χωριό της περιοχής της Μήθυμνας, που δεν είναι παρά πέντε στάδια, μετρώντας απ’ τον Εύριπο της Πύρρας μέχρι το χωριό αυτό».
Ο Βέλγος χαλκογράφος Jakob Peeters (Αμβέρσα 28 Νοεμβρίου 1637 – 1695) δούλεψε τον χαλκογραφημένο χάρτη της Λέσβου με το αναλυτικό υπόμνημα, στη Συλλογή Νικολάου Ι. Μαριόλα, γύρω στο 1690 για την έκδοση της Αμβέρσας Description des principalles villes, havres et Isles du Golfe de Venise du cote Oriental, comme aussi des villes & forteresses de la Moree e quelques places de la Grece […], Terre Sainte et autres sous domination Ottomane […] (Περιγραφή των κυριότερων πόλεων, μικρών λιμανιών και νησιών του Κόλπου της Βενετίας στην ανατολική ακτή, όπως επίσης και των πόλεων & των κάστρων του Μοριά και μερικών περιοχών της Ελλάδας […], των Αγίων Τόπων και άλλων υπό την οθωμανική κατοχή […]). Ο χάρτης στηρίζεται σε πολλά στον επίσης χαλκογραφημένο χάρτη της Λέσβου, που χρονολογείται το 1598 και βρίσκεται στη Συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Όπως σημειώνει ο Στρατής Αλ. Μολίνος (ό.π., σ. 54-55) για τον χάρτη του 1598 —τα ίδια όμως ισχύουν και για τον χάρτη του Peeters—, «πολλές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στα τοπωνύμια […]. Η Πέτρα με το κάστρο της πέφτει πολύ χαμηλά, σχεδόν στην άλλη άκρη του κομματιού αυτού του νησιού (5), ενώ ο Μόλυβος (Molvio) είναι ζωγραφισμένος πάνω σε μικρό νησάκι (1). […] Τα χωριά Καλλονή (3) και Βασιλικά (3) ο χαρτογράφος τα βάζει να μοιράζονται τον τόπο με το κοινό όνομα (Calona – Vasilio), ενώ λίγο πιο πάνω ένα κάστρο δεν έχει ονομαστεί. Δυο τελείως καινούργια τοπωνύμια ξεφυτρώνουν πάνω σ’ αυτό το χάρτη. Το Sirio (6) και το Casso (17). Είν’ αδύνατο να ειπωθεί τίποτα με βεβαιότητα, πώς προήλθαν και τι χωριά υπονοούν. Με τη βοήθεια άλλων χαρτών, το Sirio τείνει να συμπέσει με το Παλιόκαστρο. Το Casso, αν πραγματικά σαν τοπωνύμιο έχει τη ρίζα του στο επίθετο cassus (= κοίλος, κενός), τότε δηλώνει χωριό με υπόγειες στοές, σπηλιές ή κάτι παρόμοιο. Με την ίδια λογική του Sirio, το Casso πάει να συμπέσει με το κάστρο της Κυδωνίας —που, αν και μπορεί να ταιριάζει μόνο συμπτωματικά, ξέρουμε πως αργότερα, εξαιτίας του σάπιου εδάφους, έπαθε καθιζήσεις. Και τα δύο όμως είν’ αμφίβολο αν αντιπροσωπεύουν τόσο την αλήθεια και την ουσία που ενδιαφέρει. Αξίζει να υπογραμμιστεί πάλι, αν όχι η μερική άγνοια των χαρτογράφων, τουλάχιστον η ολοκληρωτική έλλειψη σ’ ομοιομορφία κι’ επαναληπτικότητα. […] Ο Γεραγώτικος κόλπος τώρα λέγεται de Lichre-madia (13). Για να πάρει αυτό το αρκετά δύσκολο και χωρίς νόημα όνομα, ακολούθησε αυτή τη σειρά των μεταποιήσεων: Σαν μεσαιωνική ονομασία, έχει από καιρό κατασταλάξει στο Golpo de la Gieremia, που θα πει Κόλος των Κεραμιών και που πότε-πότε γραφόταν και Golpho de la Ieremia. Παράλληλα, το Ieremia ο B. Zamberti λογουχάρη και άλλοι το γράφουν Ieremidia, δηλ. Golpho de la Ieremidia ή Golpho de la Ieremidia ή Golpho de Laieremidia, που τέλος κατάντησε de Licremadia (ή Lichremadia). […] Εντύπωση τελικά προκαλούν τα πολλά διάσπαρτα γύρω απ’ τη Λέσβο νησίδια. Κατασκευάσματα της φαντασίας, εξυπηρετούν πιο πολύ την ωραιοποίηση και εντυπωσιακή παρουσίαση του χάρτη, παρά τη γεωγραφική αλήθεια». Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, στον χάρτη η λέξη Antiques (12) πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στα ρωμαϊκά ερείπια, ενώ η λέξη Ruines (8) στα μεσαιωνικά.
Οι χάρτες της Λέσβου από τον 16ο και 17ο αιώνα, της Συλλογής Νικολάου Ι. Μαριόλα, παρουσιάζουν αντιπροσωπευτικό «σώμα» της χαρτογραφίας μιας μείζονος ιστορικά περιοχής του ελληνισμού. Το σύνολο αυτό των χαρτών, χωρίς να διεκδικεί την κλειστή μοναδικότητά του, συνεχώς εμπλουτίζεται, με φανερή τη δυναμική και επιδιωκόμενο τον διάλογο στη δομή του.

Δημήτρης Παυλόπουλος


« Επιστροφή