Με τον όρο χαρακτική εννοούμε τις τεχνικές και μεθόδους με τις οποίες ένα έργο μεταφέρεται από τον καλλιτέχνη χαράκτη ή από άλλον τεχνίτη πάνω σε μια πλάκα ξύλου, χαλκού, πέτρας ή άλλου υλικού, και από εκεί τυπώνεται συνήθως σε χαρτί. Η χαρακτική διακρίνεται για τη δυνατότητα αναπαραγωγής ενός έργου σε αντίτυπα. Ο αριθμός των αντιτύπων καθορίζεται από τον χαράκτη, που τον υποσημειώνει στην επιφάνεια του αντιτύπου, μαζί με τον αύξοντα αριθμό του τυπώματος. Οι δύο αριθμοί συνιστούν ένα κλάσμα, του οποίου ο αριθμητής είναι ο αύξων αριθμός του τυπώματος και παρονομαστής ο συνολικός αριθμός των αντιτύπων. Έτσι, 3/20 σημαίνει ότι ο κάτοχος του χαρακτικού έχει το τρίτο αντίτυπο από τα είκοσι που τυπώθηκαν. Ο χαράκτης τυπώνει μερικά δοκίμια από το χαρακτικό του για να ελέγξει την εργασία του. Τα δοκίμια αυτά, εκτός της κανονικής σειράς εκτύπωσης, αριθμούνται με λατινική αρίθμηση και υποσημειώνονται με τα αρχικά Ε.Α. (= Épreuve d’ Artiste, δηλ. Δοκίμιο του Καλλιτέχνη). Αρχικός προορισμός της χαρακτικής ήταν η εικονογράφηση κειμένων. Τα πιο πρώιμα χαρακτικά στην Ευρώπη είναι ξυλογραφίες, που χαράζονταν όπως και τα ίδια τα γράμματα για να τυπωθούν. Δεν κυκλοφορούνταν ανεξάρτητα από τα πρώτα βιβλία —η αυτόνομη κυκλοφορία έρχεται αργότερα, και η αρίθμηση πολύ πιο ύστερα. Τα εικονογραφημένα με χαρακτικά βιβλία βοηθούσαν το ευρύ κοινό να γνωρίσει τα κείμενα, που αλλιώς ήταν απρόσιτα σε αυτό, αφού ήσαν χειρόγραφα, πολύτιμα και πανάκριβα, στολισμένα με χειροποίητες έγχρωμες διακοσμητικές παραστάσεις. Η χάραξη των εικόνων πάνω σε μια πλάκα ξύλου εξασφάλιζε την αποτύπωσή τους πανομοιότυπα, σε πολλά αντίτυπα. Τα χαρακτικά χρησιμοποιήθηκαν εξάλλου για τον προσηλυτισμό στον Καθολικισμό και στην Ορθοδοξία, όπως και για την προπαγάνδα των πολιτικών παρατάξεων σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο από τον Μεσαίωνα και μετά. Το χαρακτικό έργο έχει τη μοναδικότητα από τις υπόλοιπες κατηγορίες (ζωγραφική, γλυπτική, κ.ά.) να είναι λαϊκό, να γίνεται απόκτημα και των απλών, αδύναμων οικονομικά, ανθρώπων, αφού η τιμή του ηχεί προσιτή, πιο πολύ από ένα ζωγραφικό ή γλυπτό έργο. Το αντίτυπο μπορεί να διδάσκει, να τέρπει, να διασκεδάζει, αλλά και να δογματίζει, να θλίβει, να φρονηματίζει: να λειτουργεί μορφωτικά, πέρα από την όποια αισθητική του. Μπορούμε στο σημείο αυτό να διακρίνουμε τρία βασικά είδη χαρακτικών: το χαρακτικό που προοριζόταν για εικονογράφηση εντύπου, το χαρακτικό που επαναλάμβανε κάποιο γνωστό έργο άλλης κατηγορίας (ζωγραφικό, γλυπτό, κ.ά.), και το ελεύθερο χαρακτικό, προσωπική κάθε φορά δημιουργία του καλλιτέχνη. Μερικές χρήσιμες επισημάνσεις κρίνονται τώρα απαραίτητες: 1. Χαρακτικό λέγεται το τυπωμένο χαρτί, όχι η πλάκα του ξύλου, του χαλκού, της πέτρας, κ.ο.κ. που φέρει χαραγμένη την εικόνα· 2. Η πλάκα παρουσιάζει αντίστροφη ως προς το τύπωμα εικόνα· 3. Κάθε τεχνική ή μέθοδος της χαρακτικής έχει τα δικά της μελάνια και χαρτιά· 4. Μετά την εκτύπωση και του τελευταίου αντιτύπου ενός χαρακτικού, η πλάκα είτε αχρηστεύεται για να αποφευχθούν τα κλεψίτυπα είτε φυλάσσεται για ανατύπωση ή ανατυπώσεις από τον ίδιο τον χαράκτη δημιουργό της. Το 1927 ο ιδιότυπος λόγιος Νίκος Βέλμος (1890-1930) εξέδωσε στα Φύλλα Τέχνης του Φραγκέλιου τεύχος με ξυλογραφίες του Άγγελου Θεοδωρόπουλου (1883-1965), την πρώτη αυτοσχέδια μονογραφία για Έλληνα χαράκτη, και το 1928 ο ζωγράφος και χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης (1879-1966), ο οποίος ζούσε στο Παρίσι, κάνει την πρώτη έκθεση χαρακτικών του στην Αθήνα, στο Ιλίου Μέλαθρον, με ξυλογραφίες και χαλκογραφίες του. Έγχρωμα χαρακτικά στην Ελλάδα έχουμε από τον 20ό αιώνα. Τη δεκαετία του 1930, με την ανάληψη της έδρας της χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από τον Γιάννη Κεφαλληνό (1894-1957), σηματοδοτείται εξαιρετική ανάπτυξη της ελληνικής χαρακτικής. Μαθητές του Κεφαλληνού υπήρξαν σημαντικοί Έλληνες χαράκτες —ανάμεσά τους ο Γιώργος Μόσχος (1906-1990), ο Γιώργος Βελισσαρίδης (1909-1994), ο Α. Τάσσος (1914-1985), η Βάσω Κατράκη (1914-1988), η Λουκία Μαγγιώρου (1914), ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916-2003), η Λουίζα Μοντεσάντου (1917), ο Γιώργης Βαρλάμος (1922). Ο Κεφαλληνός πρόσεξε ιδιαίτερα τη σχέση χαρακτικής και βιβλίου, διδάσκοντας την τέχνη του βιβλίου. Τη δεκαετία του 1950, με την εκλογή του Γραμματόπουλου στην έδρα χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, συντελείται αναπροσανατολισμός της διδασκαλίας προς πιο μοντέρνες τάσεις. Πρώτος παρουσίασε στην Ελλάδα έγχρωμες ξυλογραφίες ο Γιώργος Οικονομίδης (1891-1958) τη δεκαετία του 1930, πρώτοι έγχρωμες χαλκογραφίες οι Δημήτρης Γιαννουκάκης (1898-1991) και Νικόλαος Βεντούρας (1899-1990) τη δεκαετία του 1950, ενώ έγχρωμες λιθογραφίες εμφανίζονται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Περίφημος για τις έγχρωμες τσιγκογραφίες του στάθηκε ο Ιωάννης Μαγκούζος (1893-1967), ο οποίος από το 1952 κατασκεύαζε τις έγχρωμες τσιγκογραφίες του με έγχρωμα φιλμ.
|